Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Παρέμβαση φορέων και κινήσεων πολιτών στο σχέδιο νόμου για τις ΑΠΕ - προτάσεις

Μία από τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες του νεοσύστατου υπουργείου περιβάλλοντος, ενέργειας και κλιματικής αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) ήταν αυτή που αφορούσε τις ΑΠΕ, με τον εύγλωττο τίτλο “Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής”. Η πρωτοβουλία δημοσιοποιήθηκε στις 3/12/2009, ενώ το πλήρες κείμενο στις 9/12/2009. Η χρονική αυτή στιγμή συνέπεσε με την περίοδο της προετοιμασίας της συνόδου της Κοπεγχάγης, μια περίοδο αυξημένων προσδοκιών και απαιτήσεων των πολιτών για τη λήψη μέτρων κατά της κλιματικής αλλαγής. Άρα, και μια περίοδος ευνοϊκή για την αποδοχή μέτρων μεγαλύτερης διείσδυσης των ΑΠΕ.

Θα το πούμε καθαρά και από την αρχή: το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι αν, πράγματι, επιδιώκει αυτό που υπόσχεται ή, αντίθετα, επιχειρεί μονομερώς να διευκολύνει τις μεγάλες επενδύσεις, ακόμη και σε βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος.

Τα ερωτηματικά και η κριτική ξεκινούν από τη διαδικασία της διαβούλευσης. Ανακοινώθηκε ότι η διαβούλευση θα διαρκέσει, περίπου, ένα μήνα, έως τις 15/1/2010 (και ώρα 18.00). Πρόκειται, ουσιαστικά, για ηλεκτρονικό σχολιασμό, μέσω της ιστοσελίδας του υπουργείου. Κατά την ανταλλαγή δηλώσεων, ανάμεσα στην ηγεσία του ΥΠΕΚΑ και την προηγούμενη ηγεσία του ΥΠΑΝ, προέκυψε ότι η επεξεργασία του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου κράτησε ενάμισι, περίπου, χρόνο. Δεν διαγράφει κανείς την αξία αυτής, έστω, της διαβούλευσης, ακόμη και αν δεν γνωρίζουμε τη διαδικασία ενσωμάτωσης - αξιολόγησης των σχολίων. Ωστόσο, γεννιέται η


πρώτη ένσταση:

γιατί τόση βιασύνη στο χρόνο της διαβούλευσης και γιατί μόνο μέσα στα στενά και απρόσωπα όρια του διαδικτύου; Γιατί ένας προκαθορισμένος διάλογος άρθρο – άρθρο και όχι μια ανοιχτή ανταλλαγή (και αντιπαράθεση) απόψεων και λογικών στα κεντρικά προβλήματα της ενεργειακής πολιτικής, της χωροθέτησης, του ελέγχου και της περιβαλλοντικής αξιολόγησης των εγκαταστάσεων; Γιατί δεν υιοθετείται μια πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση, σε ανοιχτές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα στις περιοχές μεγάλης συγκέντρωσης έργων ΑΠΕ;


Στο σχέδιο νόμου, ήδη από το άρθρο 1, δηλώνεται ως εθνικός δεσμευτικός στόχος, το ποσοστό συμμετοχής 20% των ΑΠΕ στην κάλυψη της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2020. Ταυτόχρονα, καθορίζεται ότι η προστασία του κλίματος, μέσω της προώθησης της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, αποτελεί “προτεραιότητα ύψιστης σημασίας για τη χώρα, η οποία λαμβάνεται καθοριστικά υπ’ όψη σε περιπτώσεις στάθμισης με άλλες περιβαλλοντικές ή κοινωνικές παραμέτρους”, θέση που επαναλαμβάνεται ακόμη πιο απροκάλυπτα και εμφατικά στη συνέχεια (άρθρο 8, παρ.1). Στο σημείο αυτό υπάρχει η


δεύτερη ένσταση:

μπαίνει ένας αριθμητικός στόχος (20%), στο όνομα του οποίου γίνεται πληθώρα παρεμβάσεων και εκπτώσεων στη νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος. Για την ακρίβεια, οι αρχές της βιωσιμότητας και της προστασίας βασικών περιβαλλοντικών και κοινωνικών αγαθών, εκτιμώνται ως δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με την προώθηση των ΑΠΕ, που, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, αφορούν κυρίως μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις με πιθανές επιπτώσεις σε οικοσυστήματα, φυσικούς, ιστορικούς και παραγωγικούς πόρους.


αλλά και η


τρίτη ένσταση:

ο στόχος του 20% δεν ποσοτικοποιείται, δεν μεταφράζεται, δηλαδή, σε MW και MWh, ώστε να μπορέσει κάποιος να τον αξιολογήσει και να τον κρίνει. Για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητη μια αξιόπιστη εκτίμηση των ενεργειακών αναγκών και η τεκμηριωμένη σύνθεση του ενεργειακού μείγματος. Αυτό, όμως, είναι αντικείμενο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, που παρόλο ότι έχει νομοθετικά προβλεφθεί από το 1999 (ν. 2773), εξακολουθεί να μην υφίσταται. Η ηγεσία, μάλιστα, του ΥΠΕΚΑ επέλεξε να τον επεξεργαστεί και να τον παρουσιάσει σε δεύτερη φάση, βάζοντας κατά τη λαϊκή έκφραση “το κάρο μπροστά από το άλογο”. Πως είναι, λοιπόν, δυνατό να συζητάμε για τόσο σοβαρές υποχωρήσεις στην περιβαλλοντική νομοθεσία, με έναν τόσο απροσδιόριστο στόχο, μέσα σε ένα εξίσου απροσδιόριστο ενεργειακό τοπίο; Πως είναι δυνατό χωρίς μετρήσιμους στόχους το ΥΠΕΚΑ να σχεδιάσει αξιόπιστα, να παρακολουθήσει και να μετρήσει την πρόοδο των ΑΠΕ, τα μέτρα για την εξοικονόμηση, την ενεργειακή απόδοση και τη μείωση των εκπομπών των ρύπων; Γιατί είναι, προφανώς, διαφορετικό (ποσοτικά και ποιοτικά) ο στόχος του 20% να υποθηκεύεται στην προοπτική περαιτέρω γιγαντισμού της κατανάλωσης ενέργειας και διαφορετικό να εμπλουτίζει ένα συνδυασμό μέτρων για την αποφυγή κάθε κατασπατάλησης φυσικών πόρων.


Από την ανάγνωση των επόμενων άρθρων διαπιστώνουμε ότι το προτεινόμενο σχέδιο νόμου εξαντλείται, κυρίως, στα εξής:

Σε άρση των χωροταξικών περιορισμών και των τοπικών αντιδράσεων, δηλαδή

· Σε αλλαγές των προβλέψεων του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ (περιορισμός των περιοχών αποκλεισμού και των ζωνών ασυμβατότητας), του νομοθετικού πλαισίου για τη γη υψηλής παραγωγικότητας και του αρχαιολογικού νόμου, ώστε να εκλείψουν και άλλα εμπόδια στην άναρχη και εκτεταμένη ανάπτυξη έργων ΑΠΕ.
· Στην αναγωγή του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ σε “υπερ-νόμο”, στις διατάξεις του οποίου είναι υποχρεωμένα να οπισθοχωρήσουν περιφερειακά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης, ρυθμιστικά σχέδια, γενικά πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης.
· Στην επιδότηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας των κατοίκων των συγκεκριμένων οικισμών, που εγκαθίστανται τα πάρκα ΑΠΕ, και την εκτέλεση έργων σε αυτούς τους οικισμούς, μέσω της αναδιανομής του υφιστάμενου ανταποδοτικού τέλους που εισέπραττε συνολικά ο –διευρυμένος- ΟΤΑ (άρθρο 7).

Με βάση τις προβλέψεις αυτές προκύπτει η


τέταρτη ένσταση:

Το προτεινόμενο νομοσχέδιο, πολλαπλασιάζει τα εκρηκτικά προβλήματα που δημιουργούνται από την υπερσυγκέντρωση και την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των εγκαταστάσεων μεγάλης κλίμακας σε δάση, οικοσυστήματα, μοναδικά τοπία, ιστορικές περιοχές, πολύτιμη γη υψηλής παραγωγικότητας κλπ. Το νέο νομοσχέδιο αντί να προτείνει λύσεις, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα προβλήματα, επιχειρεί να αμβλύνει τις τοπικές αντιδράσεις προβλέποντας, άμεσο όφελος για τους κατοίκους των περιοχών εγκατάστασης. Οι προβλέψεις αυτές, απογυμνωμένες από την ουσιαστική αντιμετώπιση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αποτελούν στην πραγματικότητα δωροδοκία των τοπικών κοινωνιών για να παραβλέψουν τις τυχόν οχλήσεις,; όπως π.χ. την υποβάθμιση σπουδαίων φυσικών και παραγωγικών πόρων που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.

ενώ οι υπόλοιπες ρυθμίσεις αφορούν:

· Στην απάλειψη ορισμένων γραφειοκρατικών διαδικασιών, όπως η μέχρι τώρα εμπλοκή του υπουργείου ανάπτυξης στην έκδοση της άδειας παραγωγής και η ενοποίηση της προμελέτης και της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιτυγχάνεται η απαραίτητη ενοποίηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αξιολόγησης (θα αναφερθούμε στη συνέχεια).
· Σε μια σοβαρότατη οπισθοδρόμηση στο θέμα των υδροηλεκτρικών έργων, η οποία συνίσταται στην ένταξη στις ΑΠΕ και μεγάλων υδροηλεκτρικών φραγμάτων ισχύος μέχρι 100 MW. Προκαλεί αρνητική εντύπωση η μεθόδευση εισαγωγής αυτής της αλλαγής στις “λοιπές διατάξεις” (άρθρο 12) και η πλήρης αποσιώπησή της από όλες τις παρουσιάσεις του σχεδίου νόμου και τα σχετικά δελτία τύπου. Αυτή την αλλαγή στάσης έσπευσε να υιοθετήσει και η ΡΑΕ, η οποία στα έργα ΑΠΕ (αρχείο αιτήσεων – κύκλος Δεκεμβρίου) κατατάσσει υδροηλεκτρικά έργα ισχύος από 72 – 367 MW.
· Σε μέτρα για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων, που, όμως, και ανεπαρκή είναι και μακρινό ορίζοντα εφαρμογής έχουν. Στο άρθρο 10 τα μέτρα για τον κτιριακό τομέα περιορίζονται στα νέα κτίρια και, μάλιστα, οι ουσιαστικές ρυθμίσεις προγραμματίζονται για μετά από μια δεκαετία
· Στην εξασφάλιση της ταχείας εξυπηρέτησης των επενδυτών, χωρίς καμία αναφορά στη συνεχή συρρίκνωση της διαδικασίας περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης και στα πολλαπλά εμπόδια που συναντούν οι πολίτες, όταν επιχειρούν να παρέμβουν σε αυτήν. Ταυτόχρονα, απουσιάζουν ουσιαστικά μέτρα για τη διευκόλυνση των αυτοπαραγωγών - δηλαδή των παραγωγών που καλύπτουν τις δικές τους επαγγελματικές ή οικιακές ανάγκες - και την ανάπτυξη αποκεντρωμένων ΑΠΕ, τοπικού χαρακτήρα (εκτός από την προβλεπόμενη εξαίρεση από την έκδοση έγκρισης εργασιών δόμησης μικρής κλίμακας από την Πολεοδομία για την τοποθέτηση ΑΠΕ σε κτίρια).

Η συνεκτίμηση των στόχων και των επιμέρους ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου οδηγεί στην


πέμπτη ένσταση:

Το σχέδιο νόμου δεν ενδιαφέρεται για ενεργειακό σχεδιασμό συμβατό με την προστασία του περιβάλλοντος. Αντιθέτως, ευνοεί την περιβαλλοντοκτόνα λογική των ενεργειακών έργων μεγάλης κλίμακας από ιδιωτικές επενδύσεις, που έχουν στόχο την άμεση κερδοφορία και που νέμονται για το σκοπό αυτό δημόσιους πόρους (οικονομικά κίνητρα και γη, συχνά δάσος, αλλά και νερό το οποίο σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχείρισης). Εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη εκδοχή της λεγόμενης “πράσινης ανάπτυξης”, αυτήν που βλέπει τη διέξοδο από την οικονομική κρίση στην περαιτέρω συσσώρευση κεφαλαίου και όχι στην φιλοπεριβαλλοντική και κοινωνικά δίκαιη αναδιανομή του. Με φορείς, σε πολλές περιπτώσεις, αυτούς που έχουν πρωταγωνιστήσει (ή και πρωταγωνιστούν ακόμη) σε αυτό που ονομάζουμε “βρώμικη” ανάπτυξη. Από αυτή την άποψη θα μπορούσε, κάλλιστα, να έχει προταθεί από το υπουργείο Οικονομίας.











Από ποια σκοπιά βλέπουμε τα πράγματα

Όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο, συλλογικότητες και πολίτες που προσπαθούμε να εκφράσουμε τα βαθύτερα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών στις οποίες δραστηριοποιούμαστε, έχουμε πολλές φορές εκφράσει την άποψη ότι δεν δεσμευόμαστε από το κυρίαρχο πλαίσιο ρύθμισης του ενεργειακού ζητήματος και της αντιμετώπισης του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Κατά συνέπεια, δεν περιοριζόμαστε στην άρθρο – άρθρο εξέταση του σχεδίου νόμου, το οποίο αναπαράγει το ίδιο μοντέλο και δεν αμφισβητεί, στο ελάχιστο, την πλήρη κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου στον τομέα της ενέργειας. Προσπαθούμε να αναζητήσουμε τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος, μέρος του οποίου είναι και οι δυσκολίες στην μεγαλύτερη ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ας εξηγηθούμε, λοιπόν:

Υποστηρίζουμε την άποψη ότι η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των ΑΠΕ είναι μια οικουμενική απαίτηση και ένα από τα μέσα για τον περιορισμό και την αποτροπή μη αναστρέψιμων αλλαγών στο κλίμα και τη ζωή στον πλανήτη. Ας μας επιτραπεί, όμως, να απορρίψουμε μια αντίληψη, που συστηματικά επιχειρείται να καλλιεργηθεί ότι δηλαδή υπάρχει μια οικουμενική, κοινά αποδεκτή, λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, κατατάσσοντας, αυτόματα, στους εχθρούς του περιβάλλοντος όσους τολμούν να την αμφισβητήσουν. Η εξέλιξη των παγκόσμιων, και των εγχώριων, ενεργειακών αναγκών και πολλά άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την ενέργεια, όπως οι τεχνικές δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο περιβάλλον των σύγχρονων υπερμεγέθων εγκαταστάσεων ΑΠΕ, η επιλογή εναλλακτικών μορφών ΑΠΕ, οι τεχνικές αποθήκευσης και αξιοποίησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, ο εκσυγχρονισμός και η ασφάλεια των δικτύων μεταφοράς δεν έχουν πάντα πλήρεις απαντήσεις, ούτε αυτές είναι μονοσήμαντες. Και, φυσικά, ένα μόνιμο ερωτηματικό είναι τα αποτελέσματα των υπερεθνικών παιχνιδιών στην σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής, με επίκεντρο τους πλουτοπαραγωγικούς ενεργειακούς πόρους. Η σύνοδος της Κοπεγχάγης και η αποτυχία να αναληφθούν ουσιαστικές δεσμεύσεις είναι πολύ κοντινά γεγονότα για να τα προσπεράσουμε ασυλλόγιστα.

Εστιάζοντας στη δική μας χώρα, διαπιστώνουμε ότι οι φορείς υλοποίησης του ενεργειακού σχεδιασμού και των επιμέρους ενεργειακών δραστηριοτήτων είναι, κατά κανόνα, μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, με βασικό προσανατολισμό τη γρήγορη κερδοφορία. Αυτά έχουν είτε τη μορφή αμιγώς ιδιωτικών ομίλων, είτε τη μορφή κρατικών φορέων στους οποίους ηγεμονεύει πλέον αποφασιστικά το ιδιωτικό έναντι του δημοσίου συμφέροντος (ΔΕΗ). Σημειώνουμε, επίσης, ότι οι ΑΠΕ είναι πεδίο δραστηριοποίησης ενεργειακών ομίλων που, ταυτόχρονα, επενδύουν στα ορυκτά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι, στην καλύτερη περίπτωση, δεν προτάσσουν την προστασία του περιβάλλοντος, στη δε χειρότερη βάλλουν ευθέως εναντίον της. Αντίρροπες δυνάμεις (αυτοδιοικητικές – συνεταιριστικές – συλλογικές) με κοινωνικά χαρακτηριστικά, που να έχουν τη δυνατότητα και τη θέληση να δραστηριοποιηθούν στο ενεργειακό πεδίο δεν υπάρχουν. Την κατάσταση αυτή ενισχύει και σταθεροποιεί το καθεστώς της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, η απουσία ενεργειακού σχεδιασμού, αλλά και η μέχρι τώρα έλλειψη βούλησης για την τήρηση και εφαρμογή του όποιου (μελλοντικού) ενεργειακού σχεδιασμού. Είναι γνωστό ότι τα σχέδια μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, που έχουν κατά καιρούς δει το φως της δημοσιότητας ήταν κείμενα έκφρασης επιθυμιών, αφήνοντας την πρωτοβουλία των τελικών επιλογών στις δυνάμεις της αγοράς.

Με λίγα λόγια, “το παιχνίδι παίζεται με σημαδεμένα χαρτιά”, πράγμα που σημαίνει ότι τα περιθώρια παρέμβασης του κοινωνικού παράγοντα είναι περιορισμένα, όσο το γενικότερο πολιτικο-οικονομικό περιβάλλον είναι αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Από την άλλη, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι συνέπειες των όποιων επιλογών στον ενεργειακό τομέα συνδέονται άμεσα και με μεγάλα οικουμενικά προβλήματα (κλιματική αλλαγή), αλλά και με μεγάλες περιβαλλοντικές πληγές (όπως στις λιγνιτικές περιοχές, στον Αχελώο κλπ.), γεγονός που μας υποχρεώνει να μην μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας σε μια ζοφερή πραγματικότητα. Είμαστε υποχρεωμένοι, συνεπώς, παρά το δυσμενές και αρνητικό περιβάλλον, και παράλληλα με τη διεκδίκηση ριζικών τομών και ανατροπών στην κοινωνία, να εξαντλήσουμε και το παραμικρό περιθώριο βελτίωσης της υπάρχουσας κατάστασης, μιας κατάστασης που κάνει αβίωτη τη ζωή χιλιάδων συμπολιτών μας, και όχι μόνο.


Για τους λόγους που εκτέθηκαν, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η αντιμετώπιση των ΑΠΕ σαν της νέας εθνικής ιδέας, στο όνομα της οποίας πρέπει να ισοπεδωθούν τοπικοί και περιφερειακοί σχεδιασμοί ή να αγνοηθούν περιπτώσεις περιβαλλοντικής υποβάθμισης μεγάλων περιοχών. Μας ενδιαφέρει μια ισορροπημένη γεωγραφικά ανάπτυξη των ΑΠΕ, στην οποία μικρής κλίμακας εγκαταστάσεις και δίκτυα θα υποστηρίζουν την αποκέντρωση και θα οδηγούν στην αντιστροφή της καρκινώδους υπερδιόγκωσης ελάχιστων αστικών κέντρων. Η επιθυμητή κλίμακα παραγωγής θα προέρχεται έτσι από το οριζόντιο άθροισμα πολλών μικρών ΑΠΕ και διατάξεων ΑΠΕ και όχι από την κάθετη συσσώρευση μεγάλων αιολικών πάρκων και μακρών δικτύων μεταφοράς ενέργειας με βάση το κεφαλαιοκρατικό πρότυπο της μεγάλης ενεργειακής βιομηχανίας.


Πολλές φορές η συζήτηση επικεντρώνεται στη σύνθεση του ενεργειακού μείγματος και στο ποσοστό που θα καλύψουν οι ΑΠΕ. Μια ρεαλιστική εκτίμηση, όμως, για το ορατό μέλλον λέει ότι δεν πρόκειται να απαλλαγούμε άμεσα από το λιγνίτη, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να δώσουμε μεγάλο μερίδιο στο φυσικό αέριο (για οικονομικούς λόγους και λόγους ενεργειακής εξάρτησης) και δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην κάλυψη του μεγάλου μέρους των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια από τις ΑΠΕ. Τι είναι, τότε, αυτό που μπορεί να κρατήσει μια στοιχειώδη ισορροπία και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ανατροπή της οριακής κατάστασης με τις εκπομπές ρύπων και τη συνεχή υποβάθμιση των λιγνιτικών περιοχών;


Η λύση βρίσκεται στον περιορισμό και τη συγκράτηση σε χαμηλά επίπεδα της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτός, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να είναι ο στρατηγικός στόχος και η επιδίωξη και της πολιτείας και των κοινωνικών πρωτοβουλιών στο θέμα της ενέργειας. Και ο στόχος αυτός υπηρετείται και με πολιτικές βαθιών αλλαγών στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο και με άμεσες πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας και βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας .
























Ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα στην ανάπτυξη των ΑΠΕ

Οι συντάκτες του σχεδίου νόμου δείχνουν να μην έχουν αντιληφθεί τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους καρκινοβατεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ. Στρέφουν την προσοχή τους, κυρίως, στον περιορισμό των όρων της περιβαλλοντικής προστασίας και, δευτερευόντως, στις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις.

Για το πρώτο ζήτημα είναι περιττό να αναφέρουμε ότι είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι. Για το δεύτερο ζήτημα, είμαστε θετικοί στην απάλειψη των ανούσιων γραφειοκρατικών διαδικασιών, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνουμε, βέβαια, τις διαδικασίες αξιολόγησης των όρων περιβαλλοντικής προστασίας. Αξίζει, στο σημείο αυτό, να σημειώσουμε την τρομακτική ανεπάρκεια προσωπικού των υπηρεσιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης, και λόγω της έλλειψης εφοδίων και κινήτρων για την ουσιαστική υλοποίηση των υποχρεώσεών τους. Ιδιαίτερα απογοητευτική εμφανίζεται η κατάσταση στις διευθύνσεις περιβάλλοντος των περιφερειών και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων.


Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού: στη χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ σε περιοχές μη αποδεκτές, στο μέγεθος των εγκαταστάσεων (εκφράζεται και με τη μορφή της υπερσυγκέντρωσης) και στην πλήρη απαξίωση και συρρίκνωση της διαδικασίας της περιβαλλοντικής αξιολόγησης και του προσδιορισμού των αναγκαίων περιβαλλοντικών όρων. Και στα τρία αυτά επίπεδα, οι τοπικές κοινωνίες (ακόμη και εκεί που δεν τεκμηριώνεται ισχυρή εναντίωση) θεωρούν και έτσι είναι στην πραγματικότητα, ότι αγνοούνται πλήρως και ότι άλλοι αποφασίζουν για λογαριασμό τους.


Ας δούμε πως εκφράζεται στην πράξη αυτό το πρόβλημα, επικεντρώνοντας κυρίως στις αιολικές εγκαταστάσεις, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία των εγκαταστάσεων ΑΠΕ. Σημειώνουμε ότι οι όποιες αντιδράσεις έχουν κοινό υπόβαθρο, διότι οι ΑΠΕ και ειδικότερα οι αιολικές εγκαταστάσεις δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά στο είδος της τεχνολογίας που χρησιμοποιούν ή στη μεθοδολογία και τις πρακτικές της εγκατάστασης και της μελλοντικής λειτουργίας. Το μοντέλο είναι παντού ίδιο: εγκατάσταση σε δημόσια δασική έκταση (κατ’ αποκλειστικότητα, σχεδόν), γραμμές μέσης τάσης μέχρι τον υποσταθμό, υποσταθμός, γραμμές υψηλής τάσης με πυλώνες (συνήθως) για τη σύνδεση με το σύστημα, εσωτερική οδοποιΐα και δρόμοι πρόσβασης στις εγκαταστάσεις, υποτιθέμενη αποκατάσταση τοπίου μετά την εγκατάσταση του εξοπλισμού

· Η επιλογή του χώρου εγκατάστασης και το μέγεθος της εγκατάστασης γίνεται με πρωτοβουλία και κριτήρια που αφορούν, αποκλειστικά, τους επενδυτές. Το καθεστώς αυτό, που ίσχυσε άτυπα για πολλά χρόνια, επικυρώθηκε και από το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ (Δεκέμβρης 2008). Η εμπειρία από τον ένα χρόνο της εφαρμογής του επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα περιορισμένης εμβέλειας τεχνικό εγχειρίδιο, που είναι εξαιρετικά αδύναμο να δώσει λύση στα σύνθετα χωροταξικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά προβλήματα που ανακύπτουν. Αντίθετα, η ύπαρξη του ειδικού χωροταξικού, αφαίρεσε ένα επιχείρημα των προσφυγών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που επικαλούνταν συγκρούσεις χρήσεων γης

Αξίζει να ειπωθεί ότι στην τελική διατύπωση των κριτηρίων του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ δεν έγινε αποδεκτή η προτροπή της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (που το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ παρήγγειλε) να περιληφθούν στις ζώνες αποκλεισμού τα δάση και οι αναδασωτέες εκτάσεις.

· Η επιλογή αυτή (χώρος και μέγεθος της εγκατάστασης), που αποτελεί και το σοβαρότερο στοιχείο περιβαλλοντικής αξιολόγησης, κρίνεται από τη ΡΑΕ, και επικυρώνεται με την άδεια παραγωγής (από το αρμόδιο υπουργείο), χωρίς να υπεισέρχεται σε περιβαλλοντική αξιολόγηση, αρκούμενη σε συνοπτική προκαταρκτική μελέτη που, όμως, ούτε δημοσιοποιείται, ούτε αξιολογείται. Σημειώνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των εγκαταστάσεων ΑΠΕ έλαβε άδεια παραγωγής πριν τη ψήφιση του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ (Δεκέμβριος 2008).

Η προέγκριση αυτή δημιουργεί, ήδη, ένα προηγούμενο σε ότι αφορά τη χωροθέτηση και το μέγεθος της εγκατάστασης, που θα έπρεπε να αποτελούν βασικό αντικείμενο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που, όμως, έπεται της απόφασης αυτής (!). Πιστώνεται, μάλιστα, με το πρόσθετο κύρος της “άδειας παραγωγής”, που τη συνοδεύει στα επόμενα στάδια σαν ένα μόνιμο πράσινο φως για την υλοποίηση της επένδυσης. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι και για τους θιασώτες της αγοράς, ακόμη, αποτελεί ένα παράδοξο το γεγονός ότι η δημόσια γη δεν γίνεται αντικείμενο πρόσκλησης ενδιαφέροντος από υποψήφιους επενδυτές, αλλά καταλαμβάνεται και κατοχυρώνεται από αυτούς, με τρόπο που παραπέμπει στους σφετεριστές της δημόσιας γης των αρχών του περασμένου αιώνα.

· Το αποτέλεσμα είναι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που ακολουθούν, και η αξιολόγησή τους να γίνονται σε προκαθορισμένο πεδίο, να περιορίζονται σε δευτερεύοντα και ανούσια ζητήματα, να αναμασώνται και να αντιγράφονται πανομοιότυπα στοιχεία. Χαρακτηριστικό της πλήρους υποβάθμισης αυτής της διαδικασίας είναι το γεγονός ότι το σύνολο, σχεδόν, των ΜΠΕ εμφανίζει τις ίδιες ανεπάρκειες:

Ø Αφήνουν ανέγγιχτο το θέμα της επιλογής χώρου και του μεγέθους της εγκατάστασης (αφού έχουν πάρει το “πράσινο φως” από τη ΡΑΕ).
Ø Εκφυλίζουν την υποχρέωση αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων, παρουσιάζοντας καρικατούρες εναλλακτικών λύσεων.
Ø Αποκρύπτουν συστηματικά περιφερειακούς και τοπικούς σχεδιασμούς, ενώ απουσιάζει και η στοιχειώδης αναφορά των επιπτώσεων στο ανθρωπογενές περιβάλλον.
Ø Αγνοούν τις αθροιστικές και συνεργιστικές επιπτώσεις από τη γειτνίαση με άλλες παρόμοιες εγκαταστάσεις, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων ή και εκατοντάδων μέτρων.
Ø Ακόμη χειρότερα: σε πολλές περιπτώσεις τα συνοδά έργα μιας εγκατάστασης (υποσταθμός, γραμμές μεταφοράς) ανεξαρτητοποιούται και εμφανίζονται με ξεχωριστή μελέτη, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία μιας και μοναδικής εγκατάστασης.

Είναι φυσικό: οι μελέτες εκπονούνται από τις επενδύτριες εταιρείες, οι αρχές που επωμίζονται την περιβαλλοντική αδειοδότηση αδυνατούν να ελέγξουν ουσιαστικά τις μελέτες και περιορίζονται σε τυπικούς ελέγχους, ενώ και οι φορείς της τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης βιάζονται να τελειώσουν τις υποθέσεις, αρκούμενοι σε ένα καθαρά διεκπεραιωτικό ρόλο. Αρκεί να πούμε ότι η στοιχειώδης υποχρέωση των υπηρεσιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης να πραγματοποιήσουν αυτοψία στο χώρο της μελλοντικής εγκατάστασης ή να συλλέξουν ένα πρωτογενές υλικό περιβαλλοντικής αξιολόγησης (ώστε να μην αρκούνται στην εικόνα που μεταφέρουν οι ΜΠΕ των επενδυτών) ακούγεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

· Ο διαχειριστής του συστήματος υποδεικνύει τις προδιαγραφές του υποσταθμού και των γραμμών μεταφοράς και το σημείο σύνδεσης με το δίκτυο, μη εμπλεκόμενος στον προσδιορισμό ακριβούς θέσης εγκατάστασης και οδεύσεων, που παραμένουν στη διακριτική ευχέρεια του επενδυτή. Αν οι δασικές υπηρεσίες δείξουν κάποια ευαισθησία, έχει καλώς, αν όχι ζούμε τερατουργήματα.

· Οι αποφάσεις έγκρισης επέμβασης σε δασική έκταση (παρόλο που από κάποιο σημείο και μετά ενσωματώθηκαν στις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων) ακολουθούν ανεξάρτητη πορεία. Οι σχετικές μελέτες δεν ενσωματώνονται στο φάκελο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και δεν δημοσιοποιούνται στο κοινό.

· Στοιχείο που εξηγεί την υποτονική, πάρα πολλές φορές, παρέμβαση του τοπικού στοιχείου είναι και το γεγονός ότι πολλές δημοτικές αρχές γίνονται αποδέκτες προσφορών από τις επενδύτριες εταιρείες, πέρα από τα προβλεπόμενα από το νόμο ανταποδοτικά τέλη, και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ενδίδουν, ώστε να μην εναντιωθούν ή να αποσύρουν αρνητικές γνωμοδοτήσεις για κάποιες εγκαταστάσεις.

· Τέλος, και επειδή το νομοσχέδιο προβλέπει γραφείο εξυπηρέτησης των επενδυτών, δεν θα παραλείψουμε να εκφράσουμε την απογοήτευση και τη διαμαρτυρία μας για τα συνεχιζόμενα εμπόδια, που συναντούμε ως πολίτες και ως συλλογικότητες, στην πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση, ακόμα και σε αυτό το περιεχόμενο των τυποποιημένων ΜΠΕ. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι ΜΠΕ φτάνουν στα χέρια μας ελλιπείς και πετσοκομένες.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα επικεντρώναμε:


· Στην πλήρη αποτυχία του μοντέλου της εφαρμογής εθνικών κριτηρίων για τη χωροθέτηση των ΑΠΕ και στην ανεπάρκεια του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ
· Στη συνεχή αναπαραγωγή αντιπαραθέσεων με τους περιφερειακούς και τοπικούς σχεδιασμούς, λόγω της ασύδοτης χωροθέτησης έργων ΑΠΕ
· Στην πολυδιάσπαση και την αποσπασματικότητα της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης
· Στη συνεχή συρρίκνωση και την πλήρη απαξίωση της διαδικασίας δημοσιοποίησης και αξιολόγησης των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων




























Οι προϋποθέσεις για μια γόνιμη και αποτελεσματική πολιτική για τις ΑΠΕ

Προτού φτάσουμε να μιλάμε για μέτρα ενίσχυσης της διείσδυσης των ΑΠΕ, πρέπει να αντιμετωπιστούν και να λυθούν με αξιόπιστο τρόπο τέσσερα κομβικά ζητήματα:

1. Να υποστηριχτεί και να θωρακιστεί το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος.

2. Να καταρτιστεί και να εφαρμοστεί συνολικό, συγκροτημένο και επιθετικό πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας και βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας. Πρόγραμμα που θα κλιμακώνεται χρονικά και θα αποτυπώνεται σε συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους. Ας συνειδητοποιηθεί, επιτέλους, ότι το πιο ουσιαστικό στοιχείο του ενεργειακού μείγματος είναι η εξοικονόμηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχει ιδιαίτερη σημασία η επιδίωξη της μεγαλύτερης διείσδυσης του φυσικού αερίου απ’ ευθείας στην τελική κατανάλωση, σε βάρος της υπέρμετρης χρήσης του στην ηλεκτροπαραγωγή, που συνεπάγεται τεράστιες απώλειες. Το μοναδικό φαινόμενο να πηγαίνει το 70 % της συνολικής κατανάλωσης του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή πρέπει να ανατραπεί τάχιστα.

3. Με βάση τα παραπάνω, να οριστικοποιηθούν οι εκτιμήσεις για το μέγεθος των ενεργειακών αναγκών στην ηλεκτροπαραγωγή, σε βάθος χρόνου, και να εγκριθεί ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός. Η κατάρτισή του πρέπει να συνοδευτεί και από τα απαραίτητα μέτρα για την τήρησή του, για την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής και για τον περιορισμό της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου, που επιχειρεί ταχύτατη διείσδυση στον τομέα της ενέργειας.

4. Η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα να μη στηριχτεί στη μηχανική μεταφορά ενός ευρωπαϊκού ή παγκόσμιου στόχου, αλλά να προκύψει σαν αποτέλεσμα της κατάρτισης ενός αξιόπιστου ενεργειακού χάρτη, που θα αποτυπώνει τις περιοχές με δυνατότητα ανάπτυξης ΑΠΕ, το πραγματικό δυναμικό τους, το είδος τους και τη δυνατότητα συνύπαρξης με τους υφιστάμενους περιφερειακούς και τοπικούς σχεδιασμούς. Η εφαρμογή μιας τέτοιας διαδικασίας είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε πολύ πιο φιλόδοξους στόχους και αποτελέσματα από το χιλιοειπωμένο, αλλά μονίμως ανέφικτο, 20%.

Σε σχέση με το τελευταίο ζήτημα, θέλουμε να εκφράσουμε τις επιφυλάξεις μας για τη μονομερή, επιλεκτική, καθολική προσκόλληση στην προοπτική της συσσώρευσης αιολικών πάρκων και στην πλήρη απαξίωση των αποκεντρωμένων έργων μικρής κλίμακας. Καθώς, επίσης, και την πλήρη διαφωνία μας με την κλειστή, αδιαφανή και τεχνοκρατική διαδικασία με την οποία διαμορφώθηκε ο υφιστάμενος χαρακτηρισμός περιοχών σε αιολικής προτεραιότητας και αιολικής καταλληλότητας. Όσοι επικαλούνται το “θαύμα” της Δανίας, ας μπουν στον κόπο να αναζητήσουν τον τρόπο με τον οποίο έλυσε το θέμα της χωροθέτησης των έργων ΑΠΕ, που περιγράφεται αναλυτικά στην υποστηρικτική μελέτη του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ.















Οι αλλαγές που χρειάζονται και αυτές που πρέπει να απορριφθούν

Είναι απολύτως σαφές ότι χρειάζονται γενναίες αλλαγές στο πλαίσιο της διαχείρισης της ενέργειας γενικά και, ειδικά, σε αυτό που αφορά στις ΑΠΕ. Δεν επανερχόμαστε στα κεντρικά ζητήματα, που έχουν, ήδη, τεθεί. Ακόμη και στα επιμέρους προβλήματα, όμως, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι οι προτεραιότητες του σχεδίου νόμου βρίσκονται πολύ μακριά και σε αντίθεση με αυτά που η ίδια η καθημερινή μας εμπειρία, και η κοινή λογική, προτάσσουν.


Βασική αρχή της δικής μας αντίληψης είναι η ενίσχυση της τοπικότητας. Θεωρούμε ότι η τοπική κοινωνία δεν μπορεί να είναι θεατής, ούτε απλός αποδέκτης των κεντρικών επιλογών. Και στο θέμα των ΑΠΕ, οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να εμπλακούν πιο άμεσα (και σε θετικό και σε αποτρεπτικό ρόλο). Πιστεύουμε ότι το διοικητικό επίπεδο στο οποίο μπορούν να συντεθούν καλύτερα οι κεντρικές με τις τοπικές επιλογές είναι αυτό της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης και σε αυτό το επίπεδο πρέπει να αποδοθούν περισσότερες αρμοδιότητες και να αναληφθούν περισσότερες πρωτοβουλίες.


Τις αντιρρήσεις μας και τις προτάσεις μας θα μπορούσαμε να τις κατατάξουμε στις παρακάτω ενότητες:

Α. Τι είναι ΑΠΕ και τι όχι (άρθρο 12)

Απορρίπτουμε

την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του νόμου (άρθρο 12 § 2) της υδραυλικής ενέργειας, που παράγεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς με ισχύ μεταξύ 15 και 100 MW. Γίνεται κατανοητό ότι τα μεγάλα φράγματα μέχρι 100 MW με τις πολλαπλές καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο δεν εγκαταλείπονται αλλά, αντιθέτως, θεσμοθετούνται ως “οιονεί ΑΠΕ”, συμμετέχουν στην εκπλήρωση του στόχου του 20 % και απολαύουν όλων των εξαιρετικών προνομίων, που θεσπίζει για τις ΑΠΕ το σχέδιο νόμου.

Σημειώνουμε ότι μέχρι το 1999 (ν. 2244/1994), μικρά υδροηλεκτρικά (ΑΠΕ) θεωρούνταν τα υδροηλεκτρικά μέχρι 5 ΜW. Με το ν. 2773/1999 το όριο διπλασιάστηκε στα 10 MW, που είναι σήμερα και το ευρέως αποδεκτό όριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή Ένωση Μικρών Υδροηλεκτρικών: ESHA), ενώ εμμέσως στον ν. 3468/2006 το όριο ανέβηκε στα 15 MW. Ενδεικτικά, στην Ιταλία το όριο είναι 3 MW, στη Γαλλία 8 ΜW, στην Αγγλία 5 MW, στις Ισπανία - Βέλγιο 10 MW και στις ΗΠΑ 30 MW. Στην περίπτωση των μικρών Υδροηλεκτρικών με φράγμα, σύμφωνα με την Διεθνή Επιτροπή Μεγάλων Φραγμάτων (ICOLD) ένα φράγμα θεωρείται ως μικρό όταν το ύψος του είναι μικρότερο από τα 15 μέτρα.

Υποστηρίζουμε

ότι πρέπει να υπάρχουν και όρια και κριτήρια στην ανάπτυξη των μικρών υδροηλεκτρικών. Υπάρχουν κριτήρια τεχνικά (είναι άλλη η επιβάρυνση από ένα μικρό υδροηλεκτρικό έργο, που εκμεταλλεύεται τη φυσική ροή του νερού, και άλλη από ένα μικρό υδροηλεκτρικό που απαιτεί την κατασκευή φράγματος) και κριτήρια περιβαλλοντικά (επιβάλλεται να προστατεύονται όχι μόνο τα στοιχεία του φυσικού, βιολογικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αλλά και η υποκειμενική τους πρόσληψη από το ανθρώπινο μάτι).

Ζητάμε

στο πλαίσιο του γενικότερου προσδιορισμού του δυναμικού των ΑΠΕ, να προσδιοριστεί, ειδικά για τα μικρά υδροηλεκτρικά, η φέρουσα ικανότητα των αντίστοιχων υδατορευμάτων, ώστε να τεθούν τα αναγκαία όρια στην εκμετάλλευσή τους.

Β. Κλιματική αλλαγή, ΑΠΕ και εθνικοί στόχοι (άρθρα 1, 8 και 9)

Το σχέδιο νόμου επιχειρεί μια, πρωτοφανούς κλίμακας, ισοπέδωση των μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας και του περιφερειακού και τοπικού χωροταξικού σχεδιασμού. Η προστασία του κλίματος ταυτίζεται ολοκληρωτικά με την προώθηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ. Αυτή η επιλογή εκφράζεται, πρακτικά, με την αναγωγή σε “χωροταξικό σύνταγμα” του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ, το οποίο “υπερισχύει ρητά κάθε αντίθετης διάταξης ήδη θεσμοθετημένων περιφερειακών πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης, ρυθμιστικών σχεδίων, γενικών πολεοδομικών σχεδίων ή άλλων σχεδίων χρήσεως γης” (άρθρο 9 § 3). Οι συνέπειες επεκτείνονται στην άρση και άλλων περιορισμών για τη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων ΑΠΕ, οδηγώντας σε καθεστώς που προσομοιάζει με το σκληρό καθεστώς των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων.

Απορρίπτουμε

τη λογική της εφαρμογής μέτρων που παραπέμπουν σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, χωρίς καμία σύνδεση με μια εθνική στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης (πολύ δε περισσότερο με την παρατεινόμενη απουσία της τελευταίας).

Απαιτούμε

την ενθάρρυνση του περιφερειακού σχεδιασμού, καθώς και των τοπικών χωροταξικών σχεδιασμών και τον καθορισμό χρήσεων γης, με τα οποία πρέπει να συμβαδίσουν και να συμβιώσουν οι όποιες προσπάθειες ανάπτυξης και των ΑΠΕ. Να ενισχυθεί το νομοθετικό οπλοστάσιο για την προστασία του περιβάλλοντος, με την κύρωση της ευρωπαϊκής σύμβασης για το τοπίο και την ολοκλήρωση του δασολογίου.

Γ. Χωροθέτηση των ΑΠΕ

Στο διάστημα μέχρι το Δεκέμβριο του 2008, κατά τη διάρκεια του οποίου χορηγήθηκε τεράστιος αριθμός αδειών παραγωγής, η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη. Από το σημείο αυτό και μετά, η χωροθέτηση των εγκαταστάσεων ΑΠΕ γίνεται στη βάση του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ. Η κατάσταση δεν έδειξε να βελτιώνεται σημαντικά. Και πριν, αλλά και τώρα, το μέγεθος, η θέση και η έκταση των εγκαταστάσεων ΑΠΕ είναι αποκλειστική επιλογή του κάθε επενδυτή, που στην περίπτωση των αιολικών πάρκων αφορούν τεράστιες δημόσιες και, κατά κανόνα, δασικές εκτάσεις. Στο βαθμό, μάλιστα, που η άδεια παραγωγής εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 2 § 4 για 25 χρόνια, με πρόβλεψη ανανέωσης για άλλα 25, εγείρεται σοβαρό θέμα με την ιδιοποίηση - κατάληψη σημαντικών δημόσιων εκτάσεων.

Ανατρέχοντας στη στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά και στην υποστηρικτική μελέτη του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν τρία μοντέλα για τη χωροθέτηση των ΑΠΕ:

· το μοντέλο της χωροθέτησης με εθνικά κριτήρια, που έχουν γενική ισχύ
· το μοντέλο της χωροθέτησης με κατευθυντήριες γραμμές και μετακύλιση τελικών αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο
· το μοντέλο των ζωνών χωροθέτησης, καθοριζόμενες σε επίπεδο ΟΤΑ (πρόκειται για το μοντέλο που εφαρμόστηκε στη Δανία)

Όπως είναι γνωστό, επιλέχθηκε η πρώτη λύση, η συγκεντρωτική. Αφενός, επειδή μπορούσε να συγκαλύψει και να απορροφήσει τα αποτελέσματα της άναρχης ανάπτυξης των εγκαταστάσεων ΑΠΕ, που σηματοδότησε την περίοδο προ του ειδικού χωροταξικού, μια περίοδο χωρίς τα στοιχειώδη κριτήρια εγκατάστασης. Αφετέρου, επειδή θεωρήθηκε η πιο “εύκολη” λύση, που δεν απαιτούσε συνεννόηση με τις τοπικές κοινωνίες, ούτε την υποχρέωση τοπικών και νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων να αρχίσουν, επιτέλους, να ασχολούνται σοβαρά με τα ζητήματα της χωροταξίας και των χρήσεων γης. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Απορρίπτουμε

τη συνέχιση του υφιστάμενου μοντέλου χωροθέτησης, που μόνο σε διαρκείς αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις έχει οδηγήσει και θα συνεχίσει να οδηγεί. Που αφήνει στο περιθώριο την τοπική κοινωνία και οδηγεί στην από τα πάνω επιβολή των ΑΠΕ, αντί να οδηγήσει στην ενεργητική υποστήριξή τους και στην ενσωμάτωσή τους στους τοπικούς και περιφερειακούς σχεδιασμούς.

Προτείνουμε

την υιοθέτηση του τρίτου μοντέλου, προσαρμοσμένου στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης. Θα πρέπει οι δευτεροβάθμιες αυτοδιοικήσεις, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και σε συνεργασία με τους ΟΤΑ, να προχωρήσουν στη χωροθέτηση ζωνών για την εγκατάσταση ΑΠΕ. Ακόμη και εκεί που δεν υφίσταται εγκεκριμένος χωροταξικός σχεδιασμός, η διαδικασία αυτή μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την ενεργοποίηση διαδικασιών που θα οδηγήσουν στον προσδιορισμό χρήσεων γης και σε πιο μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς σε τοπικό επίπεδο. Για να διεκπεραιώσουν αυτήν τη διαδικασία, πρέπει να τους δοθούν τα απαραίτητα εφόδια και, πρωτίστως, όλες οι διαθέσιμες μελέτες για το δυναμικό ΑΠΕ (αιολικό, υδροηλεκτρικο, γεωθερμικό κλπ.). Σε γεωγραφικές ενότητες που εκτείνονται σε διαφορετικά διοικητικά όρια, να υπάρξει συνεργασία και κοινές επεξεργασίες των αντίστοιχων δευτεροβάθμιων αυτοδιοικήσεων.

Προτείνουμε ακόμη να υπάρξει ενίσχυση, κατά προτεραιότητα, των αποκεντρωμένων ΑΠΕ, καθώς και η ενθάρρυνση κοινωνικών και δημόσιων φορέων (αυτοδιοίκησης, συνεταιρισμών κλπ.) με ειδικά κίνητρα και διευκολύνσεις.

Τα κριτήρια του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ, βελτιωμένα προς το καλύτερο, να λειτουργήσουν σαν τα ακραία όρια, τα οποία δεν θα μπορούν να παραβιάζουν οι ζώνες χωροθέτησης που θα καθοριστούν.

Στη διαδικασία χωροθέτησης θα πρέπει να προβλεφθεί η πλήρης ενημέρωση της τοπικής κοινωνίας και η δυνατότητα συμμετοχής και των τοπικών φορέων ή πρωτοβουλιών πολιτών, που έχουν εμπλακεί ή έχουν ενδιαφέρον για την υλοποίηση αυτής της προσπάθειας.

Δ. Για τα ειδικά κριτήρια χωροθέτησης (άρθρα 8 και 9)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, επιτρέπεται η εγκατάσταση ΑΠΕ σε περιοχές προστασίας της φύσης, εθνικά πάρκα, προστατευόμενους φυσικούς σχηματισμούς, προστατευόμενα τοπία και στοιχεία του τοπίου και περιοχές οικοανάπτυξης. Είναι ενδεικτικό ότι όλες οι προαναφερόμενες περιοχές αποτελούν λιγότερο από το 3% της ελληνικής επικράτειας, με βάση τα επίσημα στοιχεία για τις προστατευόμενες περιοχές που υποβάλλονται ετησίως στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (Μάρτιος 2009, http://cdr.eionet.europa.eu/gr/eea/cdda1).

Στο νομοσχέδιο προβλέπεται η εγκατάσταση ΑΠΕ, ακόμη και σε περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, εφόσον εκπονηθεί “ειδική περιβαλλοντική μελέτη που θα αποδεικνύει ότι δεν επέρχεται μη αντιστρεπτή επίπτωση στο προστατευτέο αντικείμενο”. Ας σημειωθεί ότι εκτός από την προβληματικά ασαφή διατύπωση περί “μη αντιστρεπτής επίπτωσης”, οι ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες έχουν ως αντικείμενο την τεκμηρίωση της σημασίας του προστατευόμενου αντικειμένου μίας περιοχής και όχι την αξιολόγηση σχεδίων ανά τεχνολογία και μέγεθος σταθμών, αντικείμενο που σύμφωνα με τη νομοθεσία ανήκει στις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ενώ στις ήδη χαρακτηρισμένες περιοχές, τέτοιες εκτιμήσεις δεν υπάρχουν, διότι δεν προβλέπονταν όταν εκπονήθηκαν οι ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες. Αξίζει, ακόμη, να σημειωθεί ότι για ελάχιστες περιοχές NATURA έχουν εκπονηθεί ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες, με αποτέλεσμα να μην έχουν προσδιοριστεί καν οι πυρήνες των περιοχών αυτών, οι οποίοι παραμένουν απροστάτευτοι. Και, φυσικά, η απόδειξη ή μη της βλάβης που θα προκληθεί θα παραπέμπεται στις περιβαλλοντικές μελέτες που θα εκπονήσουν οι ίδιοι οι επενδυτές με τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται.
Εξακολουθεί, επίσης, να επιτρέπεται η εγκατάσταση αιολικών πάρκων σε δάση ή σε κορυφές πάνω από δάση. Για την εξυπηρέτηση τους θα πρέπει να κατασκευαστούν χιλιόμετρα δρόμων εύρους έως και 15 μέτρων και γραμμών μέσης και υψηλής τάσης με πυλώνες, υποσταθμούς κλπ. Πολλά από αυτά θα διέρχονται από δασικά οικοσυστήματα που επιβιώνουν οριακά με πιθανά αποτελέσματα την διάβρωση των εδαφών, την υποβάθμιση και καταστροφή βιοτόπων, τη σοβαρή μείωση της βιοποικιλότητας και την πρόκληση πυρκαγιών. Σημειώνουμε ότι, και με βάση τη συμφωνία της Κοπεγχάγης, η κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να δίνει εξηγήσεις για τα μέτρα που λαμβάνει (και τα αποτελέσματα που επιτυγχάνει) για: τη μείωση της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών, τη διατήρηση, την αειφόρο διαχείριση των δασών και την ενίσχυση των αποθεμάτων άνθρακα των δασών.

Με τις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 9, επιτρέπεται η εγκατάσταση σταθμών ΑΠΕ (όπως φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων) σε γη υψηλής παραγωγικότητας. Μάλιστα, στο σχέδιο νόμου γίνεται και πρόβλεψη απαγόρευσης της κατάτμησης αγροτεμαχίων, εκτός εάν με την κατάτμηση διευκολύνεται η γεωργική εκμετάλλευση ή η εγκατάσταση σταθμών ΑΠΕ. Η εγκατάσταση ΑΠΕ θεωρείται προορισμός της αγροτικής γης υψηλής παραγωγικότητας. Λόγω και των γνωστών αδιεξόδων της ελληνικής γεωργίας, είναι πολύ πιθανή η μετατροπή μεγάλων αγροτικών εκτάσεων σε πεδία εγκατάστασης φωτοβολταϊκών συλλεκτών, με αποτέλεσμα τη δραματική υποβάθμιση της αγροτικής γης. Ήδη, έχουν ξεκινήσει ημερίδες ενημέρωσης των αγροτών για τα πλεονεκτήματα της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών. Με άλλα λόγια, η πολιτεία δίνει κίνητρα, ώστε οι αγρότες να μετατραπούν σε επιχειρηματίες παραγωγούς ενέργειας. Είναι προφανές ότι, εάν οι γεωργικές εκτάσεις αλλάξουν χρήση με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, διευκολύνεται και επόμενη αλλαγή χρήσεων στο μέλλον.

Ταυτόχρονα, με την επαπειλούμενη ερημοποίηση, η γεωργική γη και η γεωργία ως δραστηριότητα αναμένεται να πληγούν από την κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με έγγραφα εργασίας των υπηρεσιών της ΕΕ, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τα εδάφη με πολλούς τρόπους και αυτό αναμένεται να επηρεάσει την παραγωγικότητα και τη συνέχεια του τομέα της γεωργίας. Οι μεγαλύτερες μειώσεις όλων των καλλιεργειών αναμένονται στην Ιβηρική χερσόνησο, τα νοτιο-δυτικά Βαλκάνια, τη Μεγάλη Βρετανία και τις Κάτω Χώρες. Η εξέλιξη αυτή επιβάλλει την ενίσχυση της προσαρμοστικότητας των γεωργικών οικοσυστημάτων, μέσω της πιο βιώσιμης χρήσης κυρίως του νερού και του εδάφους. Η προστασία των φυσικών πόρων από την οποία εξαρτάται η γεωργία θα επιτρέψει την προσαρμοστικότητά της στις κλιματικές αλλαγές.

Απορρίπτουμε

κάθε πρόταση που επιχειρεί να αποδυναμώσει υφιστάμενους περιορισμούς για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και να συρρικνώσει τις περιοχές ασυμβατότητας (όπως τη γη υψηλής παραγωγικότητας) με την εγκατάσταση ΑΠΕ. Αποτελεί παγκόσμιο παράδοξο το ίδιο το Υπουργείο Περιβάλλοντος να ανοίγει το δρόμο για την άλωση των τελευταίων παρθένων περιοχών της Επικράτειας, με το να μη θέτει πρακτικά κανένα χωρικό περιορισμό στη χωροθέτηση των ΑΠΕ σε σχέση με τις Προστατευόμενες Περιοχές (ΠΠ). Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι, ενώ έχουμε εισέλθει στο Διεθνές Έτος της Βιοποικιλότητας, και η διατήρησή της σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να αποτελεί εξίσου σημαντική προτεραιότητα με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, το Υπουργείο Περιβάλλοντος όχι μόνο να υποβιβάζει αυτή την προτεραιότητα αλλά και να στρέφεται δυνητικά εναντίον της, πρόθυμο να υιοθετήσει ακόμη και εκπτώσεις στον περιβαλλοντικό έλεγχο.

Επαναφέρουμε

τις προτάσεις της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ, οι οποίες αναφέρονται:

· στην εξαίρεση της εγκατάστασης αιολικών εγκαταστάσεων και φωτοβολταϊκών σε εκτάσεις που έχουν χαρακτηριστεί, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δάση και αναδασωτέες εκτάσεις
· στη ρητή αναφορά ότι η χωροθέτηση των φωτοβολταϊκών σταθμών δεν θα πρέπει να γίνεται σε βάρος της δενδρώδους βλάστησης
· στην ανάγκη εξασφάλισης της δυνατότητας κατάλληλης διάθεσης των αποβλήτων των εγκαταστάσεων εκμετάλλευσης βιομάζας
· στην αναδιατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 6, του ειδικού πλαισίου, για τη χωροθέτηση αιολικών εγκαταστάσεων σε Ζώνες Ειδικής Προστασίας. Καθώς και στη ρητή αναφορά για αποφυγή κατάληψης κοίτης ρέματος

Σε σχέση με το τελευταίο ζήτημα και δεδομένου ότι στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν πολλές αναφορές για τις σημαντικότατες επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα από χαμηλής περιβαλλοντικής αξιολόγησης χωροθετήσεις αιολικών πάρκων, θα πρέπει προληπτικά να εξαιρεθούν οι προστατευόμενες περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας της Ορνιθοπανίδας (SPA) και Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (SCI), καθώς και όσες Σημαντικές για τα Πουλιά Περιοχές (ΣΠΠ, ΙΒΑ) και περιοχές που βρίσκονται σε μεταναστευτικούς διαδρόμους δεν καλύπτονται από το πιο πάνω καθεστώς προστασίας. Οι θέσεις αυτές υιοθετούνται, άλλωστε, από τη μεγαλύτερη περιβαλλοντική οργάνωση με αντικείμενο μελέτης την ορνιθοπανίδα, την BirdLife International, όσο και από τη Διεθνή Σύμβαση για τη Διατήρηση της Άγριας Ζωής της Ευρώπης και των Φυσικών Ενδιαιτημάτων (Σύμβαση της Βέρνης) στη σχετική έκθεσή της για τα Αιολικά Πάρκα και την Ορνιθοπανίδα. Πόσο μάλλον όταν η Ελλάδα έχει αποτύχει παταγωδώς να δημιουργήσει το νομικό και θεσμικό πλαίσιο που θα προστατεύει τις περιοχές του Δικτύου NATURA (Τόποι Κοινοτικής Σημασίας και Ζώνες Ειδικής Προστασίας) και για την ολιγωρία της αυτή καταδικάστηκε πρόσφατα (11 Δεκεμβρίου 2008, Υπόθεση C – 293/07) από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Ε. Οι διαδικασίες αδειοδότησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (άρθρα 2,3 και 4)

Η υφιστάμενη διαδικασία της αδειοδότησης περιλαμβάνει τα εξής στάδια: προμελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, προσφορά σύνδεσης στο σύστημα μεταφοράς, γνωμοδότηση ΡΑΕ, άδεια παραγωγής από το αρμόδιο υπουργείο, μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, έγκριση επέμβασης σε δάσος ή δασική έκταση, άδεια εγκατάστασης και άδεια λειτουργίας. Βασικά στοιχεία της περιβαλλοντικής αξιολόγησης είναι διεσπαρμένα στις περισσότερες από τις φάσεις της παραπάνω διαδικασίας, μέχρι την έκδοση της άδειας εγκατάστασης. Σε δημόσια διαβούλευση, όμως, τίθεται μόνο η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία, όπως είναι φυσικό, δεν αποτυπώνει την πλήρη εικόνα.

Η έκδοση της άδειας παραγωγής, πριν από την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων, δημιουργεί ένα τετελεσμένο και βγάζει έξω από τη διαβούλευση το σημείο χωροθέτησης και το μέγεθος της εγκατάστασης. Το ίδιο συμβαίνει και με την έγκριση επέμβασης σε δάση και δασικές εκτάσεις, που εξαιρείται της δημόσιας διαβούλευσης, παρόλο που η σχετική απόφαση ενσωματώνεται στην απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Σε πολλές περιπτώσεις, τα συνοδευτικά έργα των εγκαταστάσεων ΑΠΕ παρακάμπτουν τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αξιολόγησης, αφού εμφανίζονται σαν ανεξάρτητα έργα.

Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, η άδεια παραγωγής θα εκδίδεται από τη ΡΑΕ, καταργείται η διαδικασία προκαταρτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης, που ενσωματώνεται στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων και η έγκριση επέμβασης σε δάση ή δασικές εκτάσεις αποσυνδέεται τελείως από την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων.

Σοβαρό θέμα εγείρεται και με την αοριστία του άρθρου 2 ότι η εγκατεστημένη ισχύς μπορεί να αυξάνεται μέχρι 10% (για “μία ή περισσότερες φορές” αναφέρει το άρθρο) χωρίς να απαιτηθεί τροποποίηση της άδειας παραγωγής, αρκεί να μην αυξάνει το εμβαδόν του γηπέδου. Η πρόβλεψη αυτή μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά σημειακά προβλήματα, δεδομένου ότι ένα “γήπεδο” μπορεί να αφορά εκατοντάδες ή και χιλιάδες στρέμματα μέσα σε δάση και βιότοπους, σε κορυφογραμμές, κοντά σε οικισμούς κλπ.

Θεωρούμε ότι οι αλλαγές αυτές είναι ασήμαντες και δεν απαντούν στο καίριο ζήτημα της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής αξιολόγησης των έργων ΑΠΕ και της περιθωριοποίησης του ρόλου της τοπικής κοινωνίας. Η διαδικασία της αδειοδότησης πιστεύουμε ότι χρειάζεται μια ριζική αναθεώρηση.

Προτείνουμε:

· να καταργηθεί η άδεια παραγωγής
· η ΡΑΕ εξετάζει τα τεχνικά και οικονομικά στοιχεία του έργου, καθώς και τη σχέση του με τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό. Καταλήγει σε γνωμοδότηση (θετική ή αρνητική). Για την έκδοση της γνωμοδότησης είναι απαραίτητη η προέγκριση χωροθέτησης, που εκδίδεται από την αντίστοιχη δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με τα όσα περιγράψαμε στην ενότητα Γ
· στην περίπτωση θετικής γνωμοδότησης, ακολουθεί η διαδικασία της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Στην αρμόδια για την αδειοδότηση υπηρεσία κατατίθεται φάκελος που περιλαμβάνει τις παρακάτω μελέτες, οι οποίες στο σύνολό τους μπαίνουν στη διαδικασία της δημοσιοποίησης και της αξιολόγησης:
Ø την κλασική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων
Ø τη μελέτη συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ
Ø τη μελέτη έγκρισης επέμβασης σε δάση και δασικές εκτάσεις
Ø την προσφορά σύνδεσης με το σύστημα, η οποία περιλαμβάνει τον τύπο και τα χαρακτηριστικά του υποσταθμού και της γραμμής μεταφοράς, το χώρο εγκατάστασης του υποσταθμού, τη διαδρομή της γραμμής μεταφοράς και το σημείο σύνδεσης με το σύστημα
· λόγω της ενιαιοποίησης της διαδικασίας, αλλά και του μεγέθους του εξεταζόμενου υλικού, διευρύνεται ο χρόνος της δημόσιας αξιολόγησης σε τρεις (3) μήνες. Στους φορείς που γνωμοδοτούν σχετικά, περιλαμβάνονται και οι ΟΤΑ, στα διοικητικά όρια των οποίων βρίσκεται η εξεταζόμενη εγκατάσταση ΑΠΕ και τα συνοδευτικά έργα της. Η συζήτηση στα όργανα των ΟΤΑ συνοδεύεται υποχρεωτικά από εισήγηση της αρμόδιας διεύθυνσης περιβάλλοντος της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης
· οι αδειοδοτούσες υπηρεσίες και οι διευθύνσεις περιβάλλοντος των δευτεροβάθμιων αυτοδιοικήσεων είναι υποχρεωμένες να εξασφαλίζουν πλήρη πρόσβαση στο σύνολο του περιεχομένου του φακέλου της περιβαλλοντικής αδειοδότησης στους ενδιαφερόμενους φορείς και τους πολίτες
· μετά την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων υποβάλλεται αίτηση για την έκδοση της άδειας εγκατάστασης και τη χορήγηση της οριστικής προσφοράς σύνδεσης με το σύστημα
· αφού ολοκληρωθεί η κατασκευή της εγκατάστασης, και αφού κριθεί επιτυχής η δοκιμαστική λειτουργία της, εκδίδεται η άδεια λειτουργίας

ΣΤ. Μείωση ενεργειακής κατανάλωσης κτιρίων (άρθρο 10)
Το σχετικό άρθρο του σχεδίου νόμου προδίδει απουσία πολιτικής βούλησης για σοβαρές αλλαγές πολιτικής στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας γενικά, αλλά και ειδικότερα, της ενεργειακής συμπεριφοράς των κτιρίων. Ακόμη και αυτά τα αναμενόμενα μικρά αποτελέσματα κινδυνεύουν να απαξιωθούν, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργοποιήσει τη δέσμευση να αναπροσαρμόσει τους δικούς της στόχους μειώσεων στο 30% αντί του σημερινού 20%, σε σχέση με το 1990.
Θεωρούμε αναγκαία

την παροχή γενναίων κινήτρων για την ενσωμάτωση ΑΠΕ και βιοκλιματικών στοιχείων στα υφιστάμενα κτίρια, τη θέσπιση κινήτρων - αντικινήτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας στα υφιστάμενα κτίρια, την υποχρεωτική εγκατάσταση συστημάτων εξοικονόμησης και παραγωγής ενέργειας στα υφιστάμενα δημόσια κτίρια, καθώς και τον προσδιορισμό του 2014 (αντί του 2019) σαν καταληκτικού έτους για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των νέων κτηρίων με αποκεντρωμένα συστήματα παροχής ενέργειας.
Επίλογος

Συνολικά το νομοσχέδιο διέπεται από τη λογική της πριμοδότησης των μεγάλου μεγέθους και συγκεντρωμένων ΑΠΕ και το συστηματικό προσανατολισμό στα αιολικά και φωτοβολταΐκά πάρκα, σε βάρος των αποκεντρωμένων ΑΠΕ και των διατάξεων ΑΠΕ, καθώς και σε βάρος άλλων ΑΠΕ, που βρίσκονται στο περιθώριο του ενδιαφέροντος του επενδυτικού κεφαλαίου στο χώρο της ενέργειας. Αντίθετα, για την προστασία του περιβάλλοντος στο γεωμορφολογικά ιδιόμορφο ελληνικό τοπίο, πιο συμβατές είναι οι αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις μικρότερου μεγέθους, αντί για από αυτές που βλέπουμε καθημερινά να αναπτύσσονται. Εγκαταστάσεις που θα ευνοούσαν και πρωτοβουλίες μικρών και μεσαίων αυτοπαραγωγών, αυτοδιοίκησης, συνεταιρισμών και αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων.

Στην κατεύθυνση της αειφορίας, της προώθησης της απασχόλησης, της μείωσης της εξάρτησης και της επιδείνωσης του (αρνητικού) εμπορικού ισοζυγίου θα ήταν σκόπιμο το σχέδιο νόμου να προέβλεπε ουσιαστικά μέτρα και κίνητρα για:
· την εξοικονόμηση ενέργειας που θα μπορούσε, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις ειδικών, να αποτελεί “το πιο σημαντικό, οικολογικά βέλτιστο, εγχώριο «κοίτασμα» ενέργειας της χώρας μας”
· την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας παραγωγής συστημάτων ΑΠΕ (κυρίως φωτοβολταΐκών και ανεμογεννητριών), που σήμερα είναι εξ’ ολοκλήρου εισαγόμενα
· την έρευνα και ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών ΑΠΕ
· την ανάπτυξη τεχνολογιών και συστημάτων αποθήκευσης της ενέργειας που παράγεται από ηλιακά και αιολικά συστήματα.

Κλείνοντας, να τονίσουμε, για μια ακόμη φορά, ότι η διαφύλαξη των οικοσυστημάτων και των φυσικών πόρων πρέπει να τεθεί σαν το βασικότερο μέσο για την προστασία του κλίματος και απαράβατος κανόνας για τη χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ. Σε διαφορετική περίπτωση, οι συνέπειες για το περιβάλλον, τις τοπικές κοινωνίες και την οικονομία θα είναι ανυπολόγιστες και ο στόχος για την “αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής” θα λειτουργήσει ως ευφημισμός για την προώθηση της κερδοσκοπίας και την επιδείνωση των περιβαλλοντικών και κλιματικών προβλημάτων.


Tο κείμενο υπογράφεται από:

· Αντιπυρηνικό παρατηρητήριο Μεσογείου
· Αρμονική ανάπτυξη Ξυλοκάστρου
· “Αρχιπέλαγος” – Ινστιτούτο θαλάσσιας και περιβαλλοντικής έρευνας Αιγαίου
· Διαδημοτικός οικολογικός σύλλογος κατά των ακτινοβολιών από τις νέες τεχνολογίες
· Διαρκής κίνηση Χαϊδαρίου
· Δίκτυο οικολογικών οργανώσεων Αιγαίου
· Ελληνική Ορνιθολογική εταιρία
· Ενεργοί πολίτες Εύβοιας
· Επιτροπή φορέων και κατοίκων Αγίας Άννας Βοιωτίας
· Εταιρεία εφαρμογών βιώσιμης ανάπτυξης “ΦΟΙΝΙΞ”
· Κίνηση πολιτών για την προστασία του Ευρυτανικού περιβάλλοντος
· Κίνηση πολιτών δήμου Θίσβης Βοιωτίας
· Κίνηση πολιτών Μεσαράς για το περιβάλλον
· Οικολογική κίνηση Αντίκυρας “Η ΑΡΤΕΜΙΣ”
· Οικολογικός πολιτιστικός σύλλογος (ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ.) Χαϊδαρίου
· Ομοσπονδία οικολογικών οργανώσεων Κορινθιακού κόλπου “Η ΑΛΚΥΩΝ”
· Πανελλαδική κίνηση ενάντια στην εκτροπή του Αχελώου
· Πανελλήνιος περιβαλλοντικός σύλλογος “ΠΑ.Κ.Ε.ΠΟ.”
· Περιβαλλοντική οργάνωση “Αχελώου ρους”
· Πολίτες της Αττικής για την ενέργεια
· Πολιτιστικός σύλλογος Ζωνιανών
· Πρωτοβουλία πολιτών Αιτωλοακαρνανίας για την ενέργεια
· Πρωτοβουλία πολιτών για την προστασία του Υμηττού
· Σύλλογος Θεοδωριανιτών Άρτας “ΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ”
· Σύλλογος προστασίας Αράχθου
· Συμπαράταξη Βοιωτών για το περιβάλλον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου